Η ώρα της αλλαγής

Γιάννης Μυλόπουλος


Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το στάδιο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα είναι ένα στάδιο μεταβατικό. Η βούληση της συγκυβέρνησης να συνεχίσει η πολιτική των μνημονίων και η στρατηγική της υποταγής της χώρας στα συμφέροντα των διεθνών δανειστών, προσκρούει σε δύο σοβαρά εμπόδια, τα οποία δεν επιτρέπουν μεγάλα περιθώρια ευόδωσης της επιδίωξης αυτής. Ένα διαδικαστικό και ένα ουσιαστικό.

Το διαδικαστικό εμπόδιο είναι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία με βεβαιότητα οδηγεί στην προκήρυξη εκλογών, αφού οι 180 βουλευτές που απαιτεί το Σύνταγμα να υπερψηφίσουν τον υποδεικνυόμενο από τον πρωθυπουργό ως υποψήφιο, τον αντιπρόεδρο της ΝΔ Σταύρο Δήμα, είναι πλέον βέβαιον ότι δεν θα βρεθούν.
Το άλλο εμπόδιο, το ουσιαστικό, είναι ότι η κυβερνητική πολιτική, αποδοκιμάζεται πλέον από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Στην πραγματικότητα, εκείνοι που στις δημοσκοπήσεις δηλώνουν ότι επικροτούν την πολιτική που ακολουθεί η συγκυβέρνηση είναι μια μειοψηφία του εκλογικού σώματος, που δεν υπερβαίνει τον 1 στους 3 πολίτες. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και αν δεν υπήρχε το διαδικαστικό ζήτημα με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, η κυβέρνηση πολύ δύσκολα θα μπορούσε να συνεχίσει να κυβερνά, εν μέσω κλίματος γενικής δυσαρέσκειας για μια πολιτική που:
  • μας έχει εξαθλιώσει,
  • μας έχει φτωχοποιήσει,
  • έχει δημιουργήσει εκατομμύρια ανέργους στους οποίους συνεχώς προστίθενται νέοι,
  • έχει εξαφανίσει κάθε ίχνος κοινωνικής φροντίδας και μέριμνας για τους αδύνατους, τους φτωχούς και τους ασθενείς,
  • έχει διαλύσει την Παιδεία
  • δεν δίνει ελπίδα και διέξοδο στους νέους, οι οποίοι εγκαταλείπουν… τρέχοντας τη χώρα,
  • ξεπουλά το δημόσιο πλούτο,
  • δεν αφήνει την παραμικρή χαραμάδα αισιοδοξίας ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, κάτι μπορεί να πάει προς το καλύτερο.
Μια πολιτική, εντέλει, που ακολουθεί απολύτως τα συμφέροντα των διεθνών δανειστών της Ελλάδας και όχι τις ανάγκες των Ελλήνων.
Εν όψει αυτής της κατάστασης, η κυβέρνηση έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα εκφοβισμού των ψηφοφόρων, επισείοντας κινδύνους χρεοκοπίας της χώρας, στο ενδεχόμενο που τις εκλογές κερδίσει, όπως άλλωστε αναμένεται σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μαύρη προπαγάνδα και η κινδυνολογία της κυβέρνησης δημιουργούν ένα φορτισμένο κλίμα, όπου αντί η κυβέρνηση να προσπαθεί με θετικό τρόπο να επηρεάσει τους ψηφοφόρους υπέρ της, επιδιώκει με αρνητικά επιχειρήματα την καταψήφιση του αντιπάλου της.
Το κακό είναι ότι η στρατηγική του φόβου, λειτουργώντας σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, επηρεάζει προκαταβολικά τις αγορές δυσμενώς για τη χώρα μας. Κι αυτή είναι ακόμη μια, ίσως η τελευταία, αρνητική συμβολή της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου στην εθνική υπόθεση της ανάταξης της Ελλάδας…
Όμως είναι γνωστό ότι τις εκλογές τις κερδίζει πάντοτε αυτός που έχει την ιδεολογική ηγεμονία, αυτός που αναγκάζει τους υπόλοιπους να συζητούν γι αυτόν και για το πρόγραμμά του, αυτός δηλαδή που καταφέρνει και αναγορεύεται σε πρωταγωνιστή του δημόσιου διαλόγου. Και η κυβέρνηση, με τη διαρκή και εκ συστήματος ενασχόλησή της με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχει αναγορεύσει από καιρό το ΣΥΡΙΖΑ σε πρωταγωνιστή των επικείμενων εκλογών.
Και εκ του αποτελέσματος άλλωστε, αυτό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της στρατηγικής του φόβου, είναι η ενίσχυση της θέσης του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις, ο οποίος πλησιάζει πλέον την αυτοδυναμία και οι μόλις 5-6 βουλευτές, εκτός συγκυβέρνησης, που ψήφισαν υπέρ Σταύρου Δήμα. Δηλαδή… τζίφος! Το μόνο κέρδος Σαμαρά, ήταν μια μικρή συσπείρωση των ψηφοφόρων της ΝΔ, η οποία κυρίως προκύπτει από ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που εγκαταλείπουν το δορυφόρο και προσέρχονται στα… κεντρικά. Κάτι που όμως θα γινόταν έτσι κι αλλιώς λίγο πριν τις εκλογές.
Οι Κινέζοι λένε ότι αν θέλεις να βοηθήσεις κάποιον που πεινάει, μην του δώσεις έτοιμο ένα ψάρι, αλλά μάθε του να ψαρεύει. Που σημαίνει ότι αν οι κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τα τελευταία  πέντε χρόνια, ενδιαφέρονταν έστω κατ΄ελάχιστο για τους έλληνες και για την Ελλάδα, πέρα από το να υπηρετούν τα συμφέροντα των διεθνών δανειστών, οι οποίοι ασφαλώς και δεν επιδιώκουν τίποτε άλλο παρά το δικό τους κέρδος, θα έπρεπε να έδειχναν και κάποιο ενδιαφέρον για εμάς, τους έλληνες, για το παρόν και κυρίως για το μέλλον μας.
Θα έπρεπε δηλαδή οι ελληνικές κυβερνήσεις, αντί να υπηρετούν μονομερώς τα μνημόνια, να εξασφάλιζαν κάποια διέξοδο για τη χώρα, η οποία να την ξανακάνει να σταθεί στα πόδια της. Θα έπρεπε λοιπόν να ενδιαφερθούν για την οικονομική ανάπτυξη, προετοιμάζοντας το έδαφος στους τομείς που είναι προνομιακοί για τη χώρα, όπως είναι η αγροτική ανάπτυξη, ο τουρισμός, το περιβάλλον και ο πολιτισμός. Και βέβαια θα έπρεπε να φροντίσουν τον ευαίσθητο τομέα της Παιδείας, προκειμένου να υπάρξει η επένδυση εκείνη στο ανθρώπινο κεφάλαιο, που θα κινήσει ξανά την παραγωγική μηχανή της χώρας.
Αντ΄αυτών, οι κυβερνήσεις των τελευταίων πέντε χρόνων έχουν διαλύσει τον παραγωγικό ιστό, έχουν απαξιώσει τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, τα ασημικά όπως θα λέγαμε της χώρας, που είναι τα νησιά, οι παραλίες, τα δάση και τα σπάνια οικοσυστήματα της Ελλάδας, προκειμένου να τα ξεπουλήσουν.
Ακόμη, αντί να προσπαθούν οι πρόσφατες ελληνικές κυβερνήσεις να επενδύσουν στο μέλλον, στηρίζοντας με νύχια και με δόντια τη δημόσια εκπαίδευση, αυτές την υποβάθμισαν σκοπίμως, προκειμένου να προκαλέσουν τεχνητή ανάγκη για ιδιωτικές εκπαιδευτικές δομές. Διώχνοντας τα καλύτερα και πιο δυναμικά μυαλά της Ελλάδας στο εξωτερικό. Μόνο ένα νούμερο αρκεί, για να φανεί η σκοπιμότητα των κυβερνώντων στο ζήτημα της χρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης.
Ενώ λοιπόν η μείωση του ΑΕΠ της χώρας, λόγω κρίσης, είναι της τάξης του 25% και θα ανέμενε κανείς ότι αυτής της τάξης θα ήταν και η μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης στη δημόσια εκπαίδευση, η μείωση της χρηματοδότησης στα πανεπιστήμια ξεπέρασε το 70%. Που σημαίνει ότι πέραν του αναμενόμενου 25%, η μείωση ήταν αποτέλεσμα στρατηγικής επιλογής και πολιτικής βούλησης και όχι ανάγκης λόγω χρέους, όπως διατείνονται.
Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο το γιατί οι έλληνες ψηφοφόροι εγκαταλείπουν τα δύο κυβερνητικά κόμματα που διαχειρίστηκαν τις τύχες της Ελλάδας τα τελευταία ολέθρια χρόνια, όπως και το γιατί εμπιστεύονται εκείνα που τους δίνουν ελπίδα για το μέλλον.
Το ερώτημα βέβαια που τίθεται, δίκην απορίας από πολλούς, αφορά το εφικτόν μιας αλλαγής πολιτικής. Κατά πόσο δηλαδή θα μας επιτραπεί, από τους Ευρωπαίους της κας Μέρκελ και τους διεθνείς εκπροσώπους των δανειστών, να αλλάξουμε πολιτική.
Εδώ νομίζω ότι ακόμη κι αν δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα αλλαγής, μια ελληνική κυβέρνηση που αγαπά την Ελλάδα και ενδιαφέρεται για τους Έλληνες, θα όφειλε να το προσπαθήσει.
Μια κυβέρνηση δηλαδή που εκπροσωπεί γνήσια τους Έλληνες και ενδιαφέρεται γι αυτούς, θα έπρεπε να επεξεργαστεί ένα σχέδιο που να αποδείκνυε τεκμηριωμένα στους ξένους ότι η χώρα δεν έχει άλλες αντοχές κι ότι αν πράγματι θέλουν να πάρουν πίσω τα λεφτά τους, πρέπει να μας επιτρέψουν να κάνουμε εκείνες τις αναδιαρθρώσεις στους τομείς της οικονομίας και της ανάπτυξης, ώστε να αρχίσουμε και πάλι να παράγουμε.
Διότι ο μόνος ασφαλής τρόπος για να επιβιώσουμε, αλλά και να επιστρέψουμε πίσω τα δανεικά, είναι να γίνουμε παραγωγικοί και ανταγωνιστικοί.
Ο δρόμος της εξουθένωσης των ανθρώπων, της διάλυσης των δομών και του ξεπουλήματος του πλούτου, είναι ένας δρόμος που ταιριάζει σε σκλαβωμένο και όχι σε ελεύθερο κράτος.
Ακόμη λοιπόν και αν οι πιθανότητες επιτυχίας μιας τέτοιας προσπάθειας αλλαγής της ακολουθούμενης πολιτικής είναι πολύ μικρές, αξίζει τον κόπο να δοθεί ο αγώνας. Πολλώ δε μάλλον όταν την αποφασιστική βούληση για αναστροφή της σημερινής πορείας, την υπογράφει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, δηλώνοντας ότι τα περιθώρια ανοχής και αντοχής της ελληνικής κοινωνίας, έχουν ξεπεραστεί. Αυτή είναι μια όχι και τόσο ασήμαντη λεπτομέρεια που αποκρύπτουν οι φιλοκυβερνητικοί κινδυνολόγοι και οι λογής διαχειριστές του φόβου των Ελλήνων.
Γι αυτό έχει τεράστια σημασία ο ΣΥΡΙΖΑ να βγει από τις επικείμενες εκλογές όχι μόνο πρώτο κόμμα, αλλά και αυτοδύναμος και με μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος να έχει ταχθεί υπέρ της πρότασής του. Γιατί όσο μεγαλύτερη η εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η διαπραγματευτική του ικανότητα στην Ευρώπη. Καθώς πολύ δύσκολα τα οποιαδήποτε  Ευρωπαϊκά όργανα θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν τη βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του κυρίαρχου λαού μιας χώρας – μέλους της Ένωσης.
Το διακύβευμα είναι μεγάλο, μια και αφορά τη χώρα, τους ανθρώπους της και το μέλλον μας. Αφορά ουσιαστικά το δικαίωμά μας να είμαστε ελεύθεροι και να αποφασίζουμε για την τύχη μας.
Αν μια ελληνική κυβέρνηση δεν καταφέρει αυτό το βασικό, να αγωνιστεί δηλαδή για το καλό της Ελλάδας, τότε δεν αξίζει να την κυβερνά. Όλα τα άλλα που η σημερινή κυβέρνηση μετέρχεται,  από την κινδυνολογία ότι θα χρεοκοπήσουμε αν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που αυτοί μας έχουν ήδη χρεοκοπήσει, έως τον εκφοβισμό και την καλλιέργεια ανασφάλειας στους ψηφοφόρους, είναι απεγνωσμένες προσπάθειες, απελπισμένων πολιτικών που βλέπουν να χάνουν το παιχνίδι...
Σήμερα λοιπόν, βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο, από ένα καθεστώς υποταγής σε ξένα συμφέροντα, σε μια νέα κατάσταση, όπου ως ελεύθερη και κυρίαρχη χώρα, θα διαπραγματευτούμε το δικαίωμά μας να συνεχίσουμε να ζούμε με τις δικές μας δυνάμεις.
Βρισκόμαστε με άλλα λόγια μπροστά σε μια μεγάλη αλλαγή υποδείγματος, μπροστά σε μια μεγάλη αλλαγή πολιτικής.
Γι αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία να οδηγηθούμε άμεσα σε εκλογές και εκεί οι Έλληνες να αποφασίσουμε ότι έναντι της υποτέλειας και της υποταγής σε ξένα οικονομικά συμφέροντα, που προτείνουν οι Σαμαράς και Βενιζέλος, επιλέγουμε το δικαίωμά μας στη διαπραγμάτευση για ένα μέλλον, στο οποίο θα είμαστε ελεύθεροι να διαχειριζόμαστε μόνοι μας τις τύχες μας.
Όσο περισσότεροι επιλέξουμε αυτή την οδό της απελευθέρωσης, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας θα έχει. Γιατί το μέλλον δεν είναι γραμμένο πουθενά. Μόνοι μας το διαμορφώνουμε…
* Του καθηγητή Γιάννη Α. Μυλόπουλου, πρώην πρύτανη ΑΠΘ
Πηγη tvxs.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στον βούρκο χωρίς αναπνευστήρα

«Ο βασιλιάς είναι γυμνός» -εντός και εκτός της χώρας. Θα επιβιώσει των εκλογών του 2020 ο Μητσοτάκης;

Συνταγή εμφυλίου στα ΑΕΙ