Απαλλαγείτε απ’ τους Χαμουραμπήδες




Ζηνοβία, υποκοριστικά Ζένω και Ζένια, Διαμαντίδη ή Αλμάζοβα, του Λεοντίου και της Ερμίνας, το γένος Καραβοκύρη. Γέννημα ανάθρεμμα Σαλονικιά, με γιαγιά Θρακιώτισσα, βράχο ακλόνητο. Ρωσοπόντιος ο ένας παππούς κι ο άλλος «αρχιδάτος Σμυρνιός, πραματευτής, μεταξέμπορος και ξακουστός νταής στο Κορδελιό, στην Αρμενιά και στο Και». Τα σαράντα του μετατράπηκαν στη δική της κηδεία. Κλαμένη και μαραμένη μπροστά στον δίσκο με τα κόλλυβα, που ’χε φτιάξει με τα χεράκια της, την ώρα που ο παπάς έψαλε τρις το «αιωνία η μνήμη», ένα επείσακτο χέρι τσιμπάει το «κωλομέρι της το δεξιό». Στρέφει το βλέμμα και κοιτά επιτιμητικά τον εφαψία. Ωραίο μάτι είχε, πονηρό, όλο υποσχέσεις, ήταν και αρρενωπός· λύγισε.
Εκτοτε ξεκινά το δράμα της ζωής της. Εκανε το λάθος να πάει στον τόπο που ’γραφε το ραβασάκι την ορισμένη ώρα. Στο πρώτο ραντεβού. Ισως για να πικάρει το νεανικό της αισθηματάκι που της έκανε τσιριμόνιες. Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους. Τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει: «Ω άδικε και απατηλέ άνθρωπε, αφερέγγυο πορνοβούβαλο, με στεφανώθηκες, μα με τι στεφάνι, ακάνθινο και τσουκνίδινο, κι έτσι για ένα γινάτι έχασα για πάντα τον μάγκα τον Τουμπιώτη, τον παοκτσή».
Νταβατζής και βεελζεβούλειος τύπος αποδείχτηκε ο άντρας της Πραξιτέλης ή Πράξος Σαντζάκογλου ή Σημαιοφορίδης. Κανονικά έπρεπε να τον λένε «Χαμούριο Χαμουρόπουλο του Χάμουρα και της Χαμούρας, τον μπάρμπα-Χαμουραμπί». Ζωντοχήρα η μητέρα του Αξιοθέα «έκανε γερό μπαγιόκο απ’ τις ψωλάρες τις ναζιστικές που άρπαξε επί Κατοχής, αλληλούια». Ο ίδιος βγήκε ξανθός κι όσο γερνούσε κιτρίνιζε περισσότερο, παρότι ο υποτιθέμενος πατέρας του ήταν μαυροτσούκαλο, σωστός Σενεγαλέζος. Της τα ’τρωγε άπληστα της φουκαριάρας της Ζένως, όπως και της μάνας του και του κόσμου όλου. Πούλησε τη μικρή του αδελφή, πόρνη πολυτελείας, στο Μπέιρουτ, αλλά και το μονάκριβο παιδί τους σε μια Ελληνοαμερικάνα «στέρφα γη». Τα ’ψησε με τον γιατρό, ντεμέκ ότι γεννήθηκε πεθαμένο.
Ιέρεια του έρωτα την κατάντησε· διεστραμμένη, με τον διαφθορέα που βρήκε κι έμπλεξε. Τραγουδίστρια σε σκυλάδικα τρίτης κατηγορίας: Εξοχικό κέντρο «Μιραμάρε», Πλατύγιαλος Πιερίας και «Κουτουπώματα», όνομα και πράμα, όπου αξιοποίησε τα κάλλη της. «Γυναίκα είμαι, και μάλιστα γυναικάρα με μουνί τριζάτο. Για το βυζί, δε συζητάμε, ρήμαξε πολλά σπιτικά». Κάποτε όμως η Ζηνοβία απελευθερώνεται και σκαρώνει έναν κατάδεσμο: «μαγική ενέργεια που έχει σκοπό να βλάψει κάποιον· είδος κατάρας» λένε τα λεξικά.
Απογειώνει το παραλήρημά της η σαγηνευτική πένα του Θωμά Κοροβίνη με ισοπεδωτική αθυρογλωσσία και μπινελίκια κάτσε καλά, στο καινούριο του πόνημα με τίτλο «Κατάδεσμος». Αναρωτιέμαι πού σκαρφίστηκε τέτοια μεφιστοφελική υπόθεση ο μείζων Σαλονικιός πεζογράφος. Μα είναι απλό. Η δύσμοιρη Ζένια είμαστε όλοι εμείς. Η κοινωνία, η χώρα, η πατρίδα, που βιάζονται ακατάπαυστα από αποκρουστικές εξουσίες και οφείλουν να ξεσπάσουν με έναν δικό τους λυτρωτικό κατάδεσμο. Το βιβλίο παρουσιάζεται τη Δευτέρα 30 Μαΐου στις 8 μ.μ. στις ταράτσες των εκδόσεων «Αγρα» (Ζωοδόχου Πηγής 99, Εξάρχεια). Θα μιλήσουν οι κριτικοί λογοτεχνίας Τίνα Μανδηλαρά και Κώστας Καλημέρης, καθώς και ο δικός μας φιλόλογος και μελετητής Αριστοτέλης Σαΐνης. Τη Ζένω θα ενσαρκώσει η Νένα Μεντή, σ’ ένα αναλόγιο που παραπέμπει στο «Η Συλβάνα και ο Δράκος».
Πηγη www.efsyn.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στον βούρκο χωρίς αναπνευστήρα

«Ο βασιλιάς είναι γυμνός» -εντός και εκτός της χώρας. Θα επιβιώσει των εκλογών του 2020 ο Μητσοτάκης;

Συνταγή εμφυλίου στα ΑΕΙ