Καταστρέφοντας την Αθήνα στο όνομα της προόδου

«ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΠΟΛΗ» ΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ«ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΠΟΛΗ» ΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ


Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορική εξέλιξη της Αθήνας, από την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα, θα διαπιστώσει ότι η πόλη αναπτύχθηκε άναρχα, ενώ ουδέποτε εφαρμόστηκαν τα πάμπολλα πολεοδομικά σχέδια που συντάχθηκαν σε διάφορες ιστορικές περιόδους της.
Το κάθε σχέδιο σκόνταφτε σχεδόν νομοτελειακά σε ισχυρές πιέσεις διαφόρων ομάδων, τα συμφέροντα των οποίων θίγονταν από την εφαρμογή του.
Ανέκαθεν η σπέκουλα της γης αποτελούσε το προνομιακό πεδίο των εκάστοτε επιτήδειων οικοπεδοφάγων, οι οποίοι στην κυριολεξία «έκοβαν και έραβαν» στα μέτρα αποκλειστικά των δικών τους συμφερόντων τη γη της Αθήνας, αφού η πολεοδόμησή της είχε παραχωρηθεί σχεδόν αμαχητί από το κράτος στα χέρια ιδιωτικών συμφερόντων.
Ο αστικός ιστός της δημιουργήθηκε από συνενώσεις θραυσμάτων, περιοχών που είχαν προκύψει από ιδιωτικά σχέδια και αφορούσαν μεγαλύτερες εκτάσεις που είχαν κατακερματιστεί σε μικρότερα οικόπεδα.
Η ένταξη στο σχέδιο ήταν σχεδόν πάντοτε μια πράξη ετεροχρονισμένη.
Ετσι, η πολεοδομική και οικοδομική αυθαιρεσία και η εκ των υστέρων νομιμοποίησή της ήταν η μόνιμη, αλόγιστη πρακτική όλων των κυβερνήσεων, τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά.
Ελεύθεροι χώροι πρασίνου, πάρκα, πλατείες σιγά σιγά εξαφανίζονταν από την αρπακτική βουλιμία της ασύστολης κερδοσκοπίας, η οποία όμως πάντοτε δικαιωνόταν μέσα στον χρόνο.
Αποτέλεσμα όλων αυτών, η σημερινή εικόνα της πρωτεύουσας, που κατέχει δυστυχώς τα θλιβερά πρωτεία μιας πόλης με τους λιγότερους πνεύμονες πρασίνου.
Η Αθήνα, παρ’ όλο που επιλέχτηκε ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους ακριβώς για τον μύθο που τη συνόδευε στο πέρασμα του χρόνου, εντούτοις στην πράξη δεν βασίστηκε σ’ αυτό το μεγάλο συλλογικό όραμα και την ιδέα της δημοκρατίας των πολιτών, αλλά τουναντίον στην εξυπηρέτηση μεμονωμένων ιδιωτικών συμφερόντων.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Κώστα Μπίρη, κορυφαίου μελετητή και ιστορικού της Αθήνας:
«Εν συνόλω, ένας τεράστιος ιδιωτικός πλούτος, προερχόμενος από ιδρώτα και στερήσεις της εργατικής τάξεως, περιήλθε εις χείρας ανθρώπων, οι οποίοι εξεμεταλλεύθησαν την ανάγκη στεγάσεως αυτού, αλλά και κατέστρεψαν, εντελώς ελεύθεροι και ασύδοτοι, την πολεοδομίαν της πρωτευούσης, επωφελούμενοι της αδρανείας και της αδιαφορίας της αρμοδίας κρατικής αρχής. Ενώ ηδύνατο αύτη και έπρεπε να είχεν αναλάβει την οργάνωσιν συνοικισμών λαϊκού και εξοχικού χαρακτήρος, χειριζομένη καταλλήλως τον πλούτον αυτόν. Παρέμεινεν, όμως, απαθής θεατής του εγκλήματος εκείνου, ακόμη και όταν εξεδηλούτο κατά τον πλέον αναιδή και προκλητικόν τρόπον εις τας διαφημίσεις, με τας οποίας οι οικοπεδέμποροι παρέσυρον πελάτας και ανεύθυνους συνεργούς εις την καταστροφήν πολυτίμων τοπίων και ιστορικών τόπων του περιβάλλοντος των Αθηνών»(¹).
Στη χώρα μας, πολλές φορές, οι μεγαλύτερες καταστροφές του περιβάλλοντος -και όχι μόνον- έγιναν δυστυχώς στο όνομα ενός μεγάλου εθνικού οράματος.
Γιατί φαίνεται πως χρειάζεται η επίκληση κάποιου σημαντικού εθνικού στόχου προκειμένου να πειστεί η κοινή γνώμη, αλλά και να καμφθούν οι αντίθετες φωνές, έτσι ώστε στο τέλος να επιτευχθεί κάτι που ώς εκείνη τη στιγμή έμοιαζε δύσκολο να εφαρμοστεί.
Προηγείται πάντοτε η συστηματική και καλά προετοιμασμένη ιδεολογική προπαγάνδα προκειμένου να νομιμοποιηθεί μια καταστροφή.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και να θυμηθούμε τι είχε προηγηθεί.
Η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ παρουσίαζε τους Αγώνες, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως το νέο στοίχημα της χώρας με την Ιστορία!
Τα ρεπορτάζ έδιναν και έπαιρναν για τη δυνατότητα της μικρής μας χώρας να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις ενός τόσο μεγάλου αθλητικού γεγονότος, τηρώντας τις υποχρεώσεις της, ως προς τα χρονοδιαγράμματα, τις εγκαταστάσεις, την ασφάλεια.
Από την άλλη, η «ισχυρή» οικονομία της, όπως τότε εμφανιζόταν από την πολιτική εξουσία, ήταν σε θέση να αντέξει το δυσβάσταχτο κόστος που απαιτούσε η αδηφάγος παγκόσμια τηλεοπτική φιέστα, γεμίζοντας εθνική υπερηφάνεια τους ανυποψίαστους πολίτες.
Οσοι παρ’ όλα αυτά συνέχιζαν ακόμη να αντιδρούν στις προειλημμένες αποφάσεις, αποκαλούνταν συκοφαντικά Κασσάνδρες, μέχρι και ανθέλληνες, οι οποίοι απλώς κινδυνολογούσαν μπροστά στο νέο εθνικό εγχείρημα.
Τα τραγικά επακόλουθα, γνωστά: κατασπατάληση αστρονομικών κονδυλίων με αποτέλεσμα την υπερδιόγκωση του χρέους της χώρας από τη μια, άχρηστες αθλητικές εγκαταστάσεις που σήμερα σκουριάζουν από την άλλη, σε συνδυασμό με το χτίσιμο και των τελευταίων ελεύθερων χώρων που τόσο τους είχε ανάγκη η πόλη και το ευρύτερο πολεοδομικό σύμπλεγμα του Λεκανοπεδίου.
Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι σ’ αυτόν τον πολύπαθο τόπο, η Ιστορία να μας διδάξει για τα καταστροφικά λάθη που κάναμε στο παρελθόν, σήμερα επαναλαμβάνουμε δυστυχώς -όχι ως φάρσα- το ίδιο ακριβώς έγκλημα.
Στο όνομα της «σωτηρίας» αυτή τη φορά της χώρας από την οικονομική καταστροφή και κάτω από τις «ανελαστικές» επιταγές των μνημονίων, εκποιούνται και οι τελευταίοι εναπομείναντες ελεύθεροι χώροι της πόλης, σε εξευτελιστικές μάλιστα τιμές!
Φτηνή αιτιολογία, ότι είναι η μόνη λύση για να γεμίσει, όπως όπως, ο εθνικός κορβανάς, αδιαφορώντας προφανώς για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των καταστροφικών και αντιαναπτυξιακών εν τέλει αυτών επιλογών.
Η μόνιμη βέβαια επωδός, ότι όλα γίνονται για την «ανάπτυξη και την πρόοδο», δυο λέξεις που τόσο έχουν κακοπάθει στις μέρες μας.
Αυτό που στις μέρες μας φαντάζει προκλητικό, είναι ότι συνεχίζεται η ίδια ακριβώς νοοτροπία.
Αντί οι σύγχρονοι «εθνικοί ευεργέτες» να προσφέρουν χρήματα για να γκρεμίζονται κτίρια και να δημιουργούνται πλατείες και χώροι πρασίνου, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Τσαρούχης, αντιθέτως χτίζονται μεγαλοπρεπή μέγαρα σε ελεύθερους χώρους, για να μνημονεύουν εσαεί το όνομά τους μέσα στον χρόνο.
Ουδέποτε ο δημόσιος υπαίθριος χώρος απέκτησε την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, αξία με τον χτισμένο.
Το μέσα υπερίσχυσε του έξω, σε έναν τόπο που, όπως έλεγε ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο «βίος είναι υπαίθριος».
Θυσία, λοιπόν, στον βωμό της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού της χώρας ό,τι έχει μείνει αδόμητο, ό,τι έχει μείνει κατά την τρέχουσα ορολογία «ανεκμετάλλευτο».
Ετσι, θα χτιστούν αλύπητα για άλλη μια φορά τόποι μοναδικής οικολογικής σημασίας, παραλίες, δάση, βουνά, καταστρέφοντας ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτει τούτος ο τόπος. Τα μοναδικά φυσικά τοπία και τη μνήμη του.
(¹) Κώστας Η. Μπίρης, «Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα», εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1966, σελ. 324.
*Αρχιτέκτων, καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Πηγή www.efsyn.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στον βούρκο χωρίς αναπνευστήρα

«Ο βασιλιάς είναι γυμνός» -εντός και εκτός της χώρας. Θα επιβιώσει των εκλογών του 2020 ο Μητσοτάκης;

Παφίλης στη Βουλή: «Ο Λασκαρίδης σας *** πατόκορφα» (βίντεο)