Του Ρήγα

Οταν ο Ρήγας κατέβηκε από το βουνό, πήρε τηλεγράφημα από το νησί να μην κοντοζυγώσει τη Σκιάθο. Η μάνα του τού έγραφε πως οι χωροφύλακες την είχανε στημένη στο λιμάνι και τον περιμένανε.
Κάθε τρεις και λίγο τους κοψοχολιάζανε νυχτιάτικα, χτυπώντας δυνατά την ξώπορτα κι ύστερα μπαίνανε και τον ψάχνανε σε πατάρια και κελάρια.
Αποφάσισε τότε να πάει με τον φίλο του τον Γιώργη σ’ ένα μέρος έξω από τη Σαλονίκη που είναι ψαροχώρι και ν’ ασχοληθούν με τη θάλασσα. Εκοψε τα μακριά του μαλλιά και τα σγουρά του γένια και ξεκίνησε. Αφησε μονάχα ένα μικρό μουστακάκι γιατί του φαινότανε άσκεπο το πρόσωπο δίχως τρίχες.
Στο χωριό γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την αδερφή του Γιώργη. Μα ο τόπος τού φαινότανε στενός κι ακόμα κι εκεί μαθεύτηκε πως ήταν ένα από τα παλικάρια του Αρη και δεν τον αφήνανε σε χλωρό κλαρί.
Πήρε τη γυναίκα του και το πρώτο τους παιδί και πήγαν στον Περαία. Τους ασφάλισε κοντά σε κάποιους συγγενείς και μπάρκαρε στα καράβια. Κάθε λίγο και λιγάκι η οικογένεια άλλαζε σπίτι.
Κανείς δεν ήθελε να 'χει φασαρίες με κομμουνιστές. Τα παιδιά με τα χρόνια γίναν τρία κι ο Ρήγας αποφάσισε με το γερό κομπόδεμα από τα ταξίδια να ξαναγυρίσουν στο χωριό της γυναίκας του και να χτίσει σπίτι. Το έκανε λοιπόν, μα πάλι τον στένευε ο τόπος.
Εφτιαξε ένα απ’ τα μεγαλύτερα καΐκια της περιοχής κι αφού τα παιδιά του μεγάλωσαν, άραξε σ’ έναν όμορφο κόλπο της Χαλκιδικής όπου ψάρευε μονάχα αστακούς. Νοίκιασε ένα μικρό σπίτι κι εκεί έφερε τα πράγματά του. Πάνω από τη σερβάντα στο σαλόνι, κρέμασε δίπλα δίπλα δύο τεράστιες φωτογραφίες του Αρη Βελουχιώτη και του στρατηγού Σαράφη.
Οι πληγές από τον Εμφύλιο κάπως επουλώθηκαν. Είχε βοηθήσει κι ο Ανδρέας Παπανδρέου γι' αυτό. Η αστυνομία είχε πάψει να του χτυπά την πόρτα. Μα τώρα που όλα είχαν μπει σε μια σειρά στη ζωή του, όλο και περισσότερες νύχτες ξύπναγε κάθιδρος.
Ενιωθε ξανά το βάρος των αρμάτων στο στήθος του και αυτά που νόμιζε πως είχε ξεχάσει πολλές φορές τα έβλεπε στον ύπνο του.
Τα βράδια δεν ήθελε να κοιμάται πια, γιατί συχνά ονειρευόταν πως σκότωνε τον εαυτό του. Ξαγρυπνούσε, κοίταγε τον Αρη, έπινε κι άρχιζε τ’ αντάρτικα τραγούδια… «Αρη δεν θέλεις κλάματα, δεν θέλεις μοιρολόγια, θέλεις αγώνες και χαρές, αρματωσιές και βόλια…».
Σε λίγους μήνες ήρθαν τα πολλαπλά εγκεφαλικά. Πριν πεθάνει έβαλε την Αθηνά, τη γυναίκα του, να του ορκιστεί για δύο πράγματα: το πρώτο, ότι θα ψήφιζε ΠΑΣΟΚ γιατί του έδωσε σύνταξη αντιστασιακού.
Οχι για τα λεφτά αλλά γιατί τον αναγνώρισε το κράτος που τον κυνηγούσε. Και το δεύτερο, ότι θα πήγαινε κάθε χρόνο στην επέτειο του Γοργοπόταμου.
Πηγή www.efsyn.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στον βούρκο χωρίς αναπνευστήρα

«Ο βασιλιάς είναι γυμνός» -εντός και εκτός της χώρας. Θα επιβιώσει των εκλογών του 2020 ο Μητσοτάκης;

Συνταγή εμφυλίου στα ΑΕΙ