«Και συνεχίζουμε την αιώνια περιπλάνηση»


Ο τίτλος αυτού του κειμένου ανήκει στον Τ. Λειβαδίτη και θα μπορούσε να αξιοποιηθεί φέτος που συμπληρώνονται τετρακόσια χρόνια από τον θάνατο του Μ. ντε Θερβάντες (M. de Cervantes). Ξεκινώ ρωτώντας τον «παππού» (βλ. το βιβλίο μου: O Marx στον καθρέφτη, 2014: 256) αν αξιοποίησε την εικόνα του Δον Κιχώτη.
Με την απάντηση έτοιμη. Ο Friedrich ήταν που κατά την αντιπαράθεση με τον «επινοητή συστημάτων» και «καλό μεταφυσικό» Dühring τον προτρέπει να ιππεύσει τον Rosinante, το άλογο του Δον Κιχώτη, για να κυνηγήσει το καντιανό «Ding an sich» (Engels 1878: 58). Γιατί το τελευταίο σημείο, ως «αιώνια μη γνώσιμο», ήταν αυτό που από τον Kant «άξιζε λιγότερο να διατηρηθεί».
Από κοινού, στη Γερμανική ιδεολογία (1845/6: 217, 352/353), στραφήκαμε εναντίον του Max Stirner ή του «αγίου Max»/«Sancho». Τον εμφανίζουμε, για παράδειγμα, ως «ingenioso hidalgo» που αγωνίζεται εναντίον των «κουκουλοφόρων», κατά τη μεταφορά τού «πτώματος του κόσμου στον τάφο», ή να «σκαρφαλώνει στα καπούλια» του «οικονομικού» αλόγου και όχι στη «σέλα».
Η εικόνα αυτή παραμένει και στο πρώτο τόμο του Κεφαλαίου (1867: 96) για το «λάθος» του να πιστεύει πως ό,τι αυτός εκπροσωπεί ανταποκρίνεται σε «όλες τις οικονομικές μορφές της κοινωνίας» (βλ. και 1857/8: 77 για την «Donquichoterie»).
Συνεχίζω με την εγχώρια ποίηση που διέθετε ενδιαφέρον για τα διαδραματιζόμενα στον κοινωνικό στίβο (βλ. Προστρίψεις στο πεδίο της λογοτεχνίας, 2008: 222-230).
α) Το 1943 χρονολογεί ο ποιητής, στη σειρά των «Πρώτων ποιημάτων», το «Δον Κι­χώτες» (Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, Ι, Αθήνα 1998, 9/10), στο οποίο το δεύτερο τε­τράστιχο είναι εντελώς ενδεικτικό των προθέσεών του:
«Νέοι κινήσαμε του κόσμου Δον Κιχώτες για την κατάχτησή του τη σκληρή μ’ άγγιχτη η πανοπλία πρόσμενε το πότες ώσπου βαρέθηκε τη δόξα μας να καρτερεί».
Ηδη έχει ξεκινήσει η εποχή της κοινωνικής στράτευσης και των πολιτικών περιπετει­ών που ακολουθούν, για την αντιμετώπιση των οποίων προκύπτει η διαβεβαίωση (Ι, 55):
Δε θα χάσουμε το δρόμο.
Θα μας οδηγούν οι φωνές

από μια παλιά διαδήλωση
η μνήμη των σκοτωμένων μας συντρόφων η ανάσα των εργαζομένων
(βλ. Κοινωνία, πολιτική στράτευση και ποίηση, Αθήνα 2006, 175/176, 17-28).
β) Κατά τον Αναγνωστάκη (Το περιθώριο ’68-’69, Αθήνα 1985, 38) επιβάλλεται «να κρατήσουμε όρθιες ισχνές καλαμιές», εφόσον είναι ο «πιο αχάριστος και συγχρό­νως γελοίος –για τους άλλους– αγώνας, γιατί είναι δύσκολο να φανταστείς τον Δον Κιχώτη ψύχραιμο, υπολογιστικό, χωρίς αισθηματολογίες, να γνωρίζει ότι οι ανεμόμυ­λοι είναι πραγματικοί και μολαταύτα να τους πολεμά».
Ετσι η «μάχη να δίνεται μετά την αηδία και την επίγνωση της ματαιότητας».
γ) Η εικόνα ολοκληρώνεται γι’ αυτόν που «περιφέρεται σε κλειστούς δρόμους»:
«Οι ανεμόμυλοι αφημένοι πίσω, τα πανιά τους γυρνάνε με δοξαστικό κρότο μέσα σε άδειους ορίζοντες, μύριοι οι ιππότες με τις βαριές, σκουριασμένες πανοπλίες.
Μέσα στο πλήθος κι αυτός δεν μπορεί να ξεμακρύνει, δεν θέλει, μια ανοιχτή παλάμη στη βροχή, ένας αγκώνας που σπρώχνει και πονάει»
(Μανόλης Φουρτούνης, Η πληγή και το αλάτι, Αθήνα 1985, 103).
δ) Επιστρέφω στον ποιητή των «διηγήσεων» ή «αφηγήσεων» με τις οποίες καθιστά οι­κειότερη την τέχνη του: «Πολύ πιο μεγάλες φιλοδοξίες είχε ο Δον Κιχώτης. Εκείνος προσπάθησε να κατακτήσει ένα χρόνο που δεν τον είχε ποτέ βιώσει, άγνωστο.
»Αγωνίστηκε να επαναφέρει το παρελθόν μέσα στο παρόν και του ίδιου και των άλ­λων. Πέρα από τον εαυτό του, ο Δον Κιχώτης φιλοδόξησε να αλλάξει την τάξη του χρόνου. Αυτό που φιλοδοξεί κι ο κάθε συγγραφέας».
Επιπλέον θυμάται «μια παιδική εικονογραφημένη έκδοση του Δον Κιχώτη». Το κείμενο «σχεδόν το είχε μάθει απέ­ξω», ενώ του είχαν κάνει «μεγάλη εντύπωση» οι «εικόνες με τον ψηλό, κοκαλιάρη ιπ­πότη». «Κυρίως μία, όπου διάβαζε ένα τεράστιο βιβλίο σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο βι­βλία, τεράστια επίσης».
«Κάπως έτσι θ’ απομένουν τώρα τα εκατομμύρια οι τόμοι των εκδόσεων της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών». «Αραγε θα βρεθούν αργότερα κάποιοι φανατικοί αναγνώστες, ψηλοί και κοκαλιάρηδες, να τα διαβάσουν; Θα βρε­θούν κάποιοι κοντόχοντροι Σάντσοι να πιστέψουν πως κάποτε θα κυβερνήσουν ένα εύφορο νησί;» (Τ. Πατρίκιος, Συνεχές ωράριο, Αθήνα 1993, 209/210, 188).
ε) Ο Κ. Λ. Μεραναίος, μεταφραστής του Jaurès και μέλος σοσιαλιστικών κινήσεων, δεν είναι παράδοξο που αναδεικνύει την πολιτική διάσταση του Δον Κιχώτη, με παρα­θέματα όπως: «Ληστεία και κλεψιά των δρόμων ονομάζεται σεις να λύνει κανένας τους αλυσοδεμένους, να λευτερώνει τους αιχμαλώτους, να βοηθάει τους δυστυχισμέ­νους», «Λευτεριά σου δίνει εκείνος που έχει απομείνει δίχως αυτήν» (Μελετήματα, Αθή­να 1957, 107-110).
* ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Πηγή www.efsyn.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στον βούρκο χωρίς αναπνευστήρα

«Ο βασιλιάς είναι γυμνός» -εντός και εκτός της χώρας. Θα επιβιώσει των εκλογών του 2020 ο Μητσοτάκης;

Συνταγή εμφυλίου στα ΑΕΙ