Ο μποναμάς


Παραμονή Χριστουγέννων μας έδινε ο παππούς τον μποναμά. Μαζευόμαστε όλα τα εγγόνια, του λέγαμε τα κάλαντα, τρώγαμε τραγανές δίπλες της γιαγιάς κι ο παππούς μάς μοίραζε τους μποναμάδες: ένα ολοκαίνουργιο χαρτονόμισμα στον καθένα, ίδιο και στα μικρά του εγγόνια και στα μεγάλα, που ποτέ δεν κατάλαβα τι τον ήθελαν τον μποναμά. Οσο κι αν ήταν κολλαριστό, το χαρτονόμισμα ήταν μικρής αξίας.
Μας άρεσε πολύ ο μποναμάς. Εμείς, οι μικροί, από τις αρχές του φθινοπώρου κάναμε σχέδια για την αξιοποίησή του. Με τον αδελφό μου, βάζαμε μαζί τους μποναμάδες και κάθε Χριστούγεννα αγοράζαμε κάτι σπουδαίο. Ενα βιβλίο ή ένα παιχνίδι, που ξεχώριζαν γιατί ήταν μισοαπαγορευμένα: οι γονείς μας δεν θα μας τα αγόραζαν ποτέ, αλλά μας επέτρεπαν να τα αγοράσουμε με τα «δικά μας» λεφτά.
Εχασα τον παππού γύρω στα οχτώ κι από τότε δεν ξαναπήρα ποτέ μποναμά. Κι ας ήταν κάτι μυθικό. Τον περιμέναμε, αλλά είχε και τη μαγεία του απροσδόκητου. Κάθε χρόνο η συζήτηση άναβε ανάμεσα στους μεγάλους, ότι ο μποναμάς πρέπει να καταργηθεί, γιατί δεν πρέπει τα παιδιά να έχουν λεφτά στα χέρια τους.
Ο παππούς δεν συμμετείχε στις συζητήσεις. Ομως κάθε χρόνο, λίγο πριν από τις γιορτές, πήγαινε στην τράπεζα κι έπαιρνε καινούργια και τριζάτα χαρτονομίσματα για να μας τα μοιράσει. Με το χαρτονόμισμά μας στο χέρι, εμείς τα παιδιά αποκτούσαμε μια μικρή αίσθηση ανεξαρτησίας.
Δεν παραλληλίζω καθόλου το επίδομα λύπησης που μοιράζει φέτος η κυβέρνηση στους συνταξιούχους με τον μποναμά του παππού μου. Μόνο η λέξη, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, μου έφερε στον νου τα παιδικά μου χρόνια. Κατά τ’ άλλα, ο μποναμάς της κυβέρνησης δεν είναι μποναμάς, αλλά χρωστούμενο.
Από το 2010, ανάμεσα σε εκείνους που πλήρωσαν αδρά τα μνημόνια και τις πολιτικές των κυβερνήσεων που τα διαχειρίστηκαν είναι οι συνταξιούχοι, που είδαν τις συντάξεις τους να μειώνονται σχεδόν στο μισό και τις υποχρεώσεις τους να αυξάνονται στο διπλάσιο.
Εξάλλου, ο μποναμάς της κυβέρνησης είναι επίδομα, ενώ οι συνταξιούχοι δούλεψαν σ’ όλη τους τη ζωή για να έχουν στα γεράματα μια σύνταξη και να μη χρειάζονται επιδόματα για να ζήσουν.
Οι «θεσμοί», πάλι, δεν έχουν αντίρρηση για τα επιδόματα. Στην πολυσυζητημένη ανάρτησή του, ο Τόμσεν πρότεινε αφενός να επιτραπούν οι ομαδικές απολύσεις ώστε να δημιουργηθούν κι άλλοι άνεργοι και αφετέρου να οργανωθεί η παροχή προνοιακών επιδομάτων στους ανέργους. Με τη δική μας λογική, θα ήταν καλύτερα να έχει ο κόσμος εργασία και να αμείβεται γι’ αυτήν, παρά να ζει από την Πρόνοια. Ομως εμείς δεν είμαστε οικονομολόγοι, άρα η λογική μας δεν ισχύει.
Ισχύει η λογική των άλλων που έκριναν ότι το περίσσευμα του ελληνικού προϋπολογισμού δεν πρέπει να δοθεί για ενίσχυση των Ελλήνων, αλλά να πάει στη ρουφήχτρα του χρέους.
Με απλά λόγια, συμφωνήσαμε ότι θα έχουμε συγκεκριμένο πλεόνασμα για να αποδώσουμε στους δανειστές και το είχαμε. Την υπεραπόδοση των εσόδων λογικά θα έπρεπε να την κάνουμε ό,τι θέλουμε, αλλά είπαμε: η δική μας λογική δεν ισχύει. Οι δανειστές λένε ότι το περίσσευμα θα το διαχειριστούν αυτοί. Εμείς είμαστε παιδιά και δεν πρέπει να έχουμε λεφτά στα χέρια μας.
Σαν παιδιά, αναθέσαμε στους τριακόσιους σοφούς μπαμπουίνους να αποφανθούν. Υπάρχει κάτι νοσηρό στη σκέψη όσων δεν συμφώνησαν να δοθεί ο μποναμάς.
Ακόμα πιο νοσηρή είναι η σκέψη όσων θέλουν να δοθεί ο μποναμάς, αλλά δεν τον ψήφισαν. Μα πιο νοσηρή απ’ όλες είναι η σκέψη εκείνων που -στο ίδιο νομοσχέδιο- έγραψαν ότι 200 ευρώ εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση σε τετραμελή οικογένεια.
Διακόσια ευρώ δεν θα έφταναν για τον μποναμά του παππού μου. Ομως, έτσι κι αλλιώς, η λογική των άλλων δεν υποστηρίζει τις μεγάλες οικογένειες, ούτε τους παππούδες με τα πολλά εγγόνια.
Πηγή www.efsyn.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στον βούρκο χωρίς αναπνευστήρα

«Ο βασιλιάς είναι γυμνός» -εντός και εκτός της χώρας. Θα επιβιώσει των εκλογών του 2020 ο Μητσοτάκης;

Συνταγή εμφυλίου στα ΑΕΙ