«Ο φασισμός είναι στις πόρτες μας»

Ανιές Βαρντά, Περικλής Κοροβέσης, Σταύρος ΚαπλανίδηςΑνιές Βαρντά, Περικλής Κοροβέσης, Σταύρος Καπλανίδης | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Μέσω skype από το Παρίσι, σε μεγάλη οθόνη, η κορυφαία σκηνοθέτρια Ανιές Βαρντά, κεφάτη, χαριτωμένη αλλά και συγκινημένη, συνομιλεί με τον φίλο της Περικλή Κοροβέση, φίλο αλλά κι έναν από τους πολλούς Ελληνες «πρωταγωνιστές» τής επί χρόνια χαμένης ταινίας της «Ναυσικά».
● «Ανιές, είσαι πάντα όμορφη και επιθυμητή».
- «Περικλή, πολλές γριές κυρίες θα 'θελαν να το ακούσουν αυτό».
● «Ανιές, είσαι πάντα στην καρδιά μας, σε βλέπω και θέλω να 'ρθω στο Παρίσι».
- «Κι εγώ θα 'θελα να είμαι τώρα στην Ελλάδα, αλλά δουλεύω σαν τρελή, ολοκληρώνω ταινία για τις Κάνες».
Μέσω skype από το Παρίσι, σε μεγάλη οθόνη, η κορυφαία σκηνοθέτρια Ανιές Βαρντά, κεφάτη, χαριτωμένη αλλά και συγκινημένη, συνομιλεί με τον φίλο της Περικλή Κοροβέση, φίλο αλλά κι έναν από τους πολλούς Ελληνες «πρωταγωνιστές» τής επί χρόνια χαμένης ταινίας της «Ναυσικά».
Γυρισμένη το 1970 στο Παρίσι από μια Γαλλίδα με Ελληνα μπαμπά από τη Σμύρνη, που αναζητούσε την ελληνική της ταυτότητα, με σαφείς πολιτικές προθέσεις να είναι «εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών», η «Ναυσικά» προβλήθηκε το βράδυ της Δευτέρας για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Χάρη στον σκηνοθέτη Σταύρο Καπλανίδη, που την εξασφάλισε και τα κανόνισε όλα με τη Βαρντά, αλλά και το περιοδικό «The Books' Journal», που οργάνωσε την εκδήλωση στο φιλόξενο Ινστιτούτο Γκέτε.
Και είχε γεμίσει η αίθουσα. Μεγάλο το ενδιαφέρον από όλες τις ηλικίες.
Γιατί η 89χρονη Ανιές Βαρντά και οι κινηματογραφικές αναζητήσεις της είναι σπουδαία περίπτωση για τους νέους σινεφίλ.
Και γιατί η γενιά που έζησε τη χούντα, είναι ακόμα εδώ, τόσο οι πολιτικοί εξόριστοι στο Παρίσι, όσο και οι Ελληνες «παριζιάνοι», που πήραν μέρος στην «περίεργη» ταινία.
Οχι όλοι, «κάποιοι έχουν πεθάνει», όπως είπε και η ίδια, αναφερόμενη στον Βλάση Κανιάρη, στον γλύπτη Φιλόλαο, στην ποιήτρια Ζιζέλ Πράσινος, στον συγγραφέα Αρη Φακίνο, στον οικονομολόγο Σπήλιο Παπασπηλιόπουλο.
Τρεις, όμως, από αυτούς, που συμμετείχαν, ήταν στο Γκέτε: ο εκδηλωτικός Κοροβέσης και οι πιο συγκρατημένοι Γιώργος Βότσης και Ανδρέας Στάικος.
Δυστυχώς, στο «πού είναι ο φίλος μου ο Βασιλικός;», τα πρώτα λόγια που είπε η Βαρντά, ήρθε η απάντηση ότι μια ανειλημμένη υποχρέωση παρουσίασης βιβλίου τον είχε στείλει στο Ναύπλιο.
Δεν πειράζει. Το βράδυ της Δευτέρας, και για μιάμιση και παραπάνω ώρα, όσο κράτησε η «Ναυσικά», ένας «άλλος» Βασιλικός είχε την τιμητική του.
Αυτός, ο Στάικος, ο Κοροβέσης, ο Στέλιος Ράμφος ξανάγιναν στην οθόνη πολύ νέοι, πολύ ωραίοι, πολύ αριστεροί και οργισμένοι.
Η Βαρντά ήθελε τις ιστορίες και τις απόψεις τους για τον φασισμό στην Ελλάδα, «για τον φασισμό που είναι στις πόρτες μας».
Τις αγκάλιασε, τις πρόβαλε. Ηθελε και τις υποκριτικές τους ικανότητες.
Ο Γιώργος Βότσης, για παράδειγμα, παίζει τον ρόλο -κάτι που ξανάκανε αρκετές φορές στη συνέχεια σε ελληνικές ταινίες- ενός αντιστασιακού, πυρ και μανία με την επίσημη Αριστερά.
Κι όμως. Παρ' όλη την πολιτική διάθεση της Βαρντά, ακόμα κι αυτή η «αντιχουντική» της ταινία με προορισμό τη γαλλική τηλεόραση, που ένα αόρατο χέρι
«Η χούντα; Ο Γάλλος υπουργός Εμπορίου;», αναρωτήθηκε η σκηνοθέτρια- την εξαφάνισε από το τραπέζι του μοντάζ, δεν είναι παρά μια υπέροχη «άσκηση ύφους».
Μια «υποκειμενική», προσωπική, ποιητική, εξομολογητική, στοχαστική κατάθεσή της.
Για τις δύο πατρίδες της, την Ελλάδα και τη Γαλλία. Για το σινεμά. Για τη ζωή και τον κόσμο.
Είναι ένα υβρίδιο μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, διανθισμένο με τρία κωμικά σκετς («ήθελα να κάνω πλάκα με τη χούντα», είπε η Βαρντά, «αλλά κάνει κανείς πλάκα με τη φρίκη;»).
Είναι η ερωτική ιστορία του Σταύρου Τορνέ (αρρενωπός και με θερμό βλέμμα δημοσιογράφος, πολιτικός πρόσφυγας στη Γαλλία) με μια Γαλλίδα φοιτήτρια, παθιασμένη με την αρχαία ελληνική τέχνη, που τη λένε κι αυτή Ανιές, που έχει κι αυτή Ελληνα μπαμπά, κι ας μην τον γνώρισε ποτέ.
Οι ομοιότητες σκηνοθέτριας και ηρωίδας δεν είναι τυχαίες.
Η Βαρντά τις τραβάει στα άκρα, μας μπερδεύει. Ακούγεται η φωνή της να μιλά για τα παιδικά της χρόνια, για τη μεσογειακή πόλη Σετ, όπου μεγάλωσε, για τον μηχανικό πατέρα της με την περιπετειώδη ζωή και τα πολλά επιτεύγματα (εφευρέσεις, εργοστάσια, τιμές, χρήματα), που, όμως, «ξέχασε την Ελλάδα και στέρησε κι από μένα την καταγωγή μου».
Πήγαμε στην προβολή της «Ναυσικάς» στο Ινστιτούτο ΓκέτεΠήγαμε στην προβολή της «Ναυσικάς» στο Ινστιτούτο Γκέτε | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Ηταν σημαντική η εμπειρία που ζήσαμε στο Γκέτε, να 'ναι καλά το αντίγραφο της ημιτελούς κόπιας εργασίας της «Ναυσικάς», που είχε κάνει το 1970 η Ταινιοθήκη του Βελγίου.
«Ελπίζω ότι θα καταλάβετε σε τι συναισθηματική κατάσταση τη γύρισα», είπε η Βαρντά. «Και τώρα εξαφανίζομαι»...
Ηταν αργά, γύρω στις 11, όταν ανέβηκαν στη σκηνή για τη συζήτηση με θέμα «Ιδεολογίες για την ανατροπή της χούντας - τότε και σήμερα» οι Κοροβέσης, Βότσης, Στάικος με συντονιστή τον Ηλία Κανέλλη, εκδότη του «Τhe Βooks' Journal».
Ο Γιώργος Βότσης κατέρριψε κάποιους «μύθους», που περιβάλλουν την αντίσταση κατά της χούντας.
«Δεν ήταν παλλαϊκή. Τα κόμματα δεν έφτιαξαν τις οργανώσεις που αγωνίστηκαν, αντίθετα προσπάθησαν πολλές φορές να τις καπελώσουν. Και, τέλος, η αντίσταση δεν ανήκει στην Αριστερά, πολέμησε εναντίον της χούντας και κόσμος που δεν ήταν αριστερός», είπε, κι έκανε ειδική αναφορά στον Τάκη Λαμπρία.
Ο Ανδρέας Στάικος, συμφωνώντας σε πολλά με τον Γ. Βότση, πρόσθεσε κάτι ωραίο:
«Τότε όλοι δηλώναμε αριστεροί, αλλά σκεφτόμουν βλέποντας τα πρόσωπα στην ταινία ότι και τότε ψάχναμε, όπως κάνουμε και σήμερα, τη δική μας Αριστερά. Είμαστε αριστεροί χωρίς Αριστερά».
Τέλος, ο Περικλής Κοροβέσης χρέωσε τη χούντα «στη δημοκρατία πριν το 1967, στο φασιστικό καθεστώς του Μεταξά, που ποτέ δεν καταλύθηκε, αλλά κατέλαβε το αστικό κράτος και συνεχίζει και σήμερα να το καθορίζει».
«Η Χρυσή Αυγή -είπε- είναι η επιβίωση του κλίματος του καθεστώτος Μεταξά».
Πηγή www.efsyn.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στον βούρκο χωρίς αναπνευστήρα

«Ο βασιλιάς είναι γυμνός» -εντός και εκτός της χώρας. Θα επιβιώσει των εκλογών του 2020 ο Μητσοτάκης;

Συνταγή εμφυλίου στα ΑΕΙ