Ανεμόεντες κήποι

Κύμα της θάλασσαςDreamstime

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ (χθές)πριν από 105 χρόνια γεννήθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης. Η μέρα μάς παρέχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, παρότι Νοέμβριος, να ξεφύγουμε από τη γενικευμένη παρακμή της εποχής με στίχους του από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (Υψιλον, 1984):
ΚΕΙ ΚΑΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ' τ' αεροδρόμιο./ Πιο δω το μαύρο κενό./ Υστερα φάνηκε να 'ρχεται η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της και αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί λουλούδια./ Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν από τη Μητέρα./ Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε.
ΕΒΑΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγγελική./ Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο./ Ετσι θέλω να μ' εύρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σα να οδηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παραδείσου.
ΑΝΟΙΓΕ ΤΟΝ ΑΕΡΑ του κήπου κι έβλεπες τα μαλλιά της να φεύγουν αριστερά. Υστερα μετατοπιζότανε πάνω στο τέμπλο, λυπημένη, κρατώντας στην αγκαλιά της πολλές μικρές άσπρες φλόγες./ Ηταν μια εποχή γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς, αίματα. Θα 'λεγες ότι μόνη αυτή συντηρούσε τη διάρκεια των πραγμάτων από μακριά./ Ομως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο.
ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΒΑΠΟΡΙ μεγάλωσε κι έφραξε το λιμάνι. Καμιά κίνηση στα καταστρώματα. Ισως να μεταφέρει τα καινούρια μεσάνυχτα, συμπαγή και συσκευασμένα. Ισως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου./ Οπως και να 'ναι, υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή -/ τη στιγμή ακριβώς που, μόλις πας να την αδράξεις, χάνεται.
ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΘΕΣΙΝΗ αϋπνία μου/ λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε/ η θεούλα με τη μωβ κορδέλα/ που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά// Υστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά/ να πάει ν' αδειάσει τον κουβά με τ' απορρίμματά μου/ -της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια-/ εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα/ και αγέρωχο το πέλαγος.
ΠΑΛΙ ΜΕΣ ΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες/ όπως φωνές επάνω από ναυάγιο// Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ' Απιαστα// Οπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα/ που πήγα να παραβγώ μ' αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους/ και μου χύθηκε όλη, όξω απ' τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.
ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ ΚΟΡΗ ενήλικη θάλασσα/ πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος/ δικιά σου η χρυσή/ μυρωδία// Μεθαύριο θα 'ρθουν τ' άλλα πουλιά/ θα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές/ μα βαριά η δική μου/ καρδία.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΥ να μη σκέπτομαι τίποτα και να μη συγκινούμαι από τίποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ' απόλυσε καταμεσής του Κρητικού πελάγους.// Εγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη Μινωική γραφή με τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα.// Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει.
Πηγή www.efsyn.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στον βούρκο χωρίς αναπνευστήρα

«Ο βασιλιάς είναι γυμνός» -εντός και εκτός της χώρας. Θα επιβιώσει των εκλογών του 2020 ο Μητσοτάκης;

Συνταγή εμφυλίου στα ΑΕΙ