Οι τρεις βρόχοι


Συγκλονίζει η ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μελανή κηλίδα· μαχαιριά στην καρδιά. Τρία γυναικεία κορμιά κρέμονται από ισάριθμες θηλιές σε μουριά της πλατείας στα Κάτω Λεχώνια Μαγνησίας. Παρασκευή 7 Ιουλίου 1944. Τρεις-τέσσερις πιτσιρικάδες ώς δέκα χρονών ρίχνουν αμάδες μπροστά στο καφενείο. Γνώριμος αχός διακόπτει ξάφνου το παιχνίδι. Στρατιωτικά καμιόνια και μοτοσικλέτες σταματούν στον σταθμό του Μουτζούρη. Ακούγονται κοφτές διαταγές. Οι Γερμανοί στήνουν πολυβόλα. Οι Ελληνες συνεργάτες τους ανεβαίνουν σε τραπεζάκια του μαγαζιού και κυκλώνουν με τριχιά τα χοντρά κλωνάρια του δέντρου.
Οσμή θανάτου παγώνει τον τόπο. Τα παιδιά έχουν περιέργεια να τη μυρίσουν. Ιδρώνουν αντικρίζοντας τον Χάρο, που ’χει βγει παγανιά, σε απόσταση αναπνοής. Τα απομακρύνει ένα στριγκό «ράους» που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις. Ανεβαίνουν ακριβώς από πάνω, στο περιβόλι του Βαλαή, μα οι τσουκνίδες και τ’ αγκάθια φτάνουν το ενάμισι μέτρο και πληγώνουν τα πόδια τους, καθώς είναι ξυπόλητα και με κοντά παντελόνια.
Φαίνεται αμυδρά το ανατριχιαστικό σκηνικό από ’κεί. Βλέπουν ελάχιστα και φαντάζονται πολλά. Μαθαίνουν αργότερα ότι οι απαγχονισμένες είναι οι αρχόντισσες της περιοχής Λουκία και Σοφίκα Τοπάλη, μαζί με τη Φιλίτσα Καλαβρού, ο μυλωνάς σύζυγος της οποίας πολεμάει με τον ΕΛΑΣ στο Πήλιο. Οι Κατωλεχωνίτες θάβουν βαθιά στα σκοτεινά ερμάρια της συλλογικής λήθης το μακάβριο γεγονός. Το ένα όμως από τα πιτσιρίκια, ο βετεράνος, μα πάντοτε μάχιμος, δημοσιογράφος Γιάννης Μαντίδης βάλθηκε να ξεπλύνει την ντροπή, να πάρει εκδίκηση για το αίμα που χύθηκε άδικα στο χωριό του.
Ιστορεί με λογοτεχνική δεινότητα τα τραγικά συμβάντα, ερευνώντας τα προηγουμένως εξονυχιστικά επί δεκαετίες, στο βιβλίο «Σοφίκα Τοπάλη, Θηλιά στη μνήμη», που τυπώθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Historia. Ξετυλίγοντας το νήμα, βρίσκουμε τον Ηπειρώτη Παναγή Τοπάλη στο Γαλάτσι της Ρουμανίας. Εχει σπουδάσει Φιλοσοφία στη Λιψία, γνωρίζει απταίστως όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και σχετίζεται με διεθνείς διάνοιες της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών. Στα 1908 αγοράζει κτήμα 400 στρεμμάτων στην «Εδέμ των Κάτω Λεχωνίων», όπως την ονομάζει, όπου εγκαθίσταται αργότερα με την Ολλανδή σύντροφό του Λουκία και την κόρη τους, γεννημένη το 1900.
Καλλιεργεί με φροντίδα τη γη και γίνεται αγαπητός για το φιλανθρωπικό έργο του. Ψωμοδότη τον αποκαλεί ο κοσμάκης. Το 1924 ο μονάκριβος γιος του Κονσταντίν, εραστής των υψηλών κορυφών, καταπλακώνεται από χιονοστιβάδα στις Αλπεις. Στη μνήμη του η οικογένεια χτίζει ένα πρότυπο σχολείο στην περιοχή και το εξοπλίζει με τα πιο σύγχρονα εποπτικά μέσα. Ο Τοπάλης πεθαίνει το 1939. Οι δύο γυναίκες εξακολουθούν να συνδράμουν τον πληθυσμό τα μαύρα χρόνια της Κατοχής και ταυτοχρόνως χρηματοδοτούν το αντάρτικο. Οι κάτοικοι τις καμαρώνουν· τη Σοφίκα ιδίως τη λατρεύουν.
Απεργάζονται σκοτεινά σχέδια οι κατακτητές και οι εκλεκτοί τους του Εθνικού Αγροτικού Συνδέσμου Αντικομμουνιστικής Δράσεως, που προγράφουν τις Τοπάλαινες. Οι ναζί εποφθαλμιούν τις πλάκες χρυσού, που, σύμφωνα με φήμες, υπάρχουν στο σπίτι. Επειτα από τη δολοφονία τους μεταφέρουν στο Βερολίνο πίνακες αμύθητης αξίας και έργα της σπάνιας βιβλιοθήκης τους. Οι ταγματασφαλίτες αρκούνται να λαφυραγωγήσουν τις προίκες δεκάδων κοριτσιών, τις οποίες οι γονείς κρύβουν στα υπόγεια του αρχοντικού, που θεωρούν απρόσβλητα. Παρά την τραγικότητά του, το πόνημα διαβάζεται απνευστί. Ο Μαντίδης ξεδιπλώνει έξοχα τα συμβάντα, με ανυπόκριτο έρωτα για τον τόπο του δράματος.
Πηγή www.efsyn.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Στον βούρκο χωρίς αναπνευστήρα

«Ο βασιλιάς είναι γυμνός» -εντός και εκτός της χώρας. Θα επιβιώσει των εκλογών του 2020 ο Μητσοτάκης;

Συνταγή εμφυλίου στα ΑΕΙ